Απο την

Διονύσης Σαββόπουλος: Το εθνικό μας soundtrack

«Όλα τα πήρε το καλοκαίρι, κι εσύ μες στα κιτρινισμένα φύλλα

κάτι ζητάς να θυμηθείς, κάτι που δεν έγινε ποτέ.»

«Πολιτευτής» (Τραπεζάκια έξω, 1983)

 

Μα αλήθεια δεν θα γράψεις τίποτα για το Σαββόπουλο; Εσύ και δεν θα γράψεις;

Με επέπληξε γλυκά μια πολύ καλή μου φίλη.

Μα δεν θα πεις τίποτα; Έχετε μουγκαθεί όλοι; Τι έχεις πάθει; Έχεις δει τι γράφουν;

 

«Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά, μα ούτε και στους μεγάλους, πάει καιρός που έχω μάθει ξαφνικά, πως είμαι ασχημοπαπαγάλος.»

«Τι έπαιξα στο Λαύριο», (1979)

Ποιοι της λέω; Κάτι ανύπαρκτοι, με τόσο ανιαρές ζωές που βαριούνται και οι ίδιοι να τις ζήσουν; 

Αυτοί οι τύποι που μετράνε συνέχεια χρόνια για την σύνταξη και που το μεγαλύτερο τους όραμα χωράει στην τσάντα της λαϊκής;

 

«Μ’ ένα χαμόγελο γλυκό σαν ψέμα,
έβαλες τέλος στο δικό μας θέμα.»

«Η Ρεζέρβα» (1972)

Μερικές μέρες πριν είχε φτάσει στα αυτιά μου ότι η κατάσταση της υγείας του ήταν επιβαρυμένη, αλλά δεν ξέρω γιατί, αυτή η μουσική ιδιοφυΐα με τις τιράντες και τα γυαλιά φάνταζε στα παιδικά -άλλοτε- μάτια μου, αλλά και τώρα κάπως άχρονη.

 

«Κι εγώ που ήθελα να γίνω σαν το δέντρο
που δε φοβάται τους ανέμους,
έγινα άνθρωπος που σπάει με τον καιρό.»

«Το Δέντρο» (Φορτηγό, 1966)

Ποτέ δεν τον θυμάμαι νέο, ποτέ δεν τον σχεδιάαζε ο νους μου ως μεγάλο. Ήταν για μένα πάντα αυτός ο τρομερός μουσικός παραμυθάς, χωρίς ηλικία.

Ξέρετε υπάρχουν αυστηρά αυστηροί καλλιτεχνικοί όροι για να αξιολογήσεις το καλλιτεχνικό έργο ενός μουσικού, ενός ηθοποιού, ενός τραγουδοποιού. Και ειδικά στη μουσική, τα κριτήρια είναι πολύ πιο εμφανή, πολύ πιο συγκεκριμένα από ότι στην υποκριτική.

Η μουσική σε αντίθεση με τα εικαστικά, σε αντίθεση με την υποκριτική, είναι φορητή τέχνη όπως έλεγε και ο δάσκαλος μου ο Ροζάνης.

Την παίρνεις παντού μαζί. Κάποτε στα βινύλια και στις κασέτες, τώρα στα Spotify αλλά και a capella σε ένα μπάνιο, σε μια παραλία, παντού.

Η μουσική είναι όπως το ποδόσφαιρο στα αθλήματα. Μπορεί να γίνει εστέτ, αλλά είναι και βαθιά λαϊκή.

Και η τεράστια επιτυχία του Διονύση Σαββόπουλου ήταν ότι τον παίρναμε παντού μαζί μας.

Γιατί ήταν πάντα εκεί. Στις ένδοξες στιγμές μας, αλλά και στο μαύρο μας απόπατο. Στα Balkan υπόγειά μας, αλλά και στις εθνικές μας κορυφές.

Ο Σαββόπουλος είναι μέρος του εθνικού μας soundtrack.

Αν έπρεπε να δώσω μόνο ένα τίτλο είναι αυτός.

Αν το εθνικό μας soundtrack περιλαμβάνει 20 τραγούδια και μόνο, κάποια είναι ασυζητητί δικά του.

Και αν έπρεπε να δώσω και έναν δεύτερο τίτλο.

Η μουσική του πνοή συμπαρέσυρε στα αζήτητα όλη τη μουσική κατάθλιψη της χώρας.

Έστειλε στον αγύριστο όλη την καλλιτεχνική κατάθλιψη και έδωσε, αυτή τη γλύκα, αυτή την απαράμιλλη τρυφερότητα, αυτή την αισιοδοξία, που την είχε μεν και ο Χατζηδάκις στα κινηματογραφικά του ή ο Κηλαηδόνης, αλλά ο Σαββόπουλος τη μετουσίωσε σε αυτό το ξέφρενο εσωτερικό γλέντι.

Που ναι, μπορεί να μην σηκωνόσουνα να χορέψεις, αλλά σε σε χόρευε η μουσική.

Δεν χόρευες εσύ τη μουσική του.

Πήρε την σικέ, την μασκαρεμένη κουλτουρέ κατάθλιψη και είπε τις πιο πικρές αλλά και τις πιο περήφανες μας αλήθειες με παρρησία και ακρίβεια.

Με χειρουργική ακρίβεια και με το στιχουργικό του μαχαίρι που έκοψε στα δύο τις ψυχές μας. Τι σπουδαίο χάρισμα… Έπαιρνε αυτό που ζούσαμε και το συζητούσαμε σε ταβέρνες και τηλέφωνα για ώρες, και στο έδινε στο πιάτο σε τραγούδι τριών λεπτών. 

Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλον Έλληνα δημιουργό, που είναι εξίσου ανυπέρβλητος στιχουργικά αλλά και μουσικά. 

 

Αυτός ο στίχος. Αυτοί οι στίχοι που περιγράφουν όλη μου την οικογενειακή ιστορία…

«Φταίει η απρόσωπη αγάπη που ‘χε βρει.

Mα η δικιά μου έχει όνομα

έχει σώμα και θρησκεία

και παππού σε μέρη αυτόνομα

μέσα στην τουρκοκρατία»

«Ας κρατήσουν οι χοροί», (1983)

 

Τον γνώρισα από κοντά, πολύ νεαρή, πολύ μικρή, κάναμε ένα ντοκιμαντέρ για τη ροκ και θα πήγαινα σπίτι του να μου μιλήσει on camera. Τα αυτιά μου είχαν κοκκινίσει, όπως και οι κρόταφοί μου το παθαίνω πάντα αυτό, όταν δεν έχω τον έλεγχο και όταν είναι δεδομένο πως υπολείπομαι του μεγέθους που έχω μπροστά μου. Έκανα πρόβα τα λόγια μου, πώς θα συστηθώ

-Καλωσόρισες μικρή. Καλά πόσο ψηλή είσαι;

-Καλησπέρα. Χαίρομαι τόσο πολύ. Είμαι πολύ συγκινημένη. Είχα ετοιμάσει κάτι άλλο να σας πω, αλλά τα έχω χάσει.

-(χαμογέλασε τρυφερά) Πέρασε μέσα… Και τι θα πιεις; Καφέ; Μα πόσο ψηλή είσαι;

-Σαλονικιά γαρ, ψέλισσα.

-Έχουμε ήδη κοινά…

Αυτή η δουλειά, προσφέρει αυτή τη μαγεία. Να γνωρίσεις τους μύθους σου. Καμία άλλη δεν το έχει αυτό.

Είναι κάποιες συναντήσεις που τη στιγμή που συμβαίνουν δεν καταλαβαίνεις την ιστορικότητά τους…

—————————————————————————————————————

Την επόμενη του θάνατού του που μιλούσα με αυτή τη φίλη μου, συνέχισε την κατσάδα.

Δεν σας καταλαβαίνω πια. Έχουν καταλάβει όλοι αυτοί οι πουθενάκηδες τα πληκτρολόγια και εσείς τα έχετε κρεμάσει ψηλά;

Δώσε μου λίγο χρόνο της λέω.

Ποιος να αναμετρηθεί μαζί του και ποιος να απαντήσει στον οχετό των καμπινέδων;

Τα σκατά όσο και αν τα ανακατεύεις, πάντα σκατά θα είναι. Δεν μπορούν να γίνουν κάτι άλλο. Αυτό το έλεγε πάντα ο πατέρας μου και είναι αλήθεια ζωής.

Και δεν είναι ότι όλοι αυτοί θα ξεχαστούν σε μερικές δεκαετίες που θα΄χουν αποδημήσει εις Κύριον μαζί και οι λίγοι γνωστοί τους, δεν είναι ότι δεν θα υπάρχουν ούτε ως μακρινή ανάμνηση, δεν είναι ότι είτε έζησαν είτε όχι, τίποτα μα τίποτα δεν θα ήταν διαφορετικό στον πλανήτη, είναι ότι σέρνονται διαχρονικά ως άχθος αρούρης.

Είναι ότι η προσφορά του Σαββόπουλου, δεν είναι παρελθοντικού χρόνου. Κλίνεται μόνο σε ενεστώτα και μέλλοντα.

Είναι η μουσική ιδιοφυΐα που πάντα θα δίνει.

Είναι όμως (υπάρχει αυτό το «όμως»), ότι θα μας λείψει η παρέμβασή του στα πράγματα.

Όπως όταν συμβαίνει κάτι δομικά σημαντικό στη χώρα, όλοι λέμε μεταξύ μας, τι λες να έλεγε ο Μάνος τώρα; Το ίδιο θα λέμε και για τον Σαββόπουλο.

Και αυτό το παιχνίδι της μαντεψιάς πονάει πολύ, ειδικά όταν βάζεις στο Spotify το Ρεζερβέ.

Άλλωστε η μόνη μας κοινή μοίρα είναι ο θάνατος ο σωματικός.

Μεσίστια όλα.

Καλή μας αντάμωση

«Ὁ θάνατος οὐδὲν πρὸς ἡμᾶς· ἐπεὶ τὸ διαλυθὲν ἄλυπον, καὶ τὸ ἄλυπον οὐδὲν πρὸς ἡμᾶς.»

— Επίκουρος, Επιστολή προς Μενοικέα

 

Related Posts