Αλλόκοτη υπόθεση η γεύση. Τι είναι αυτό που αναγνωρίζει ο εγκέφαλός μας ως γεύση παιδική και αγαπημένη και ακόμα πιο μπελαλίδικο μυστήριο ο εγκέφαλος που αναγνωρίζει μεν θολά όσα έγιναν τα πρώτα 3-4 χρόνια αλλά δεν σε αφήνει να τους δώσεις σχήμα και μορφή.
Το φαινόμενο αυτό γνωστό ως «παιδική αμνησία», έχει προβληματίζει τους ψυχολόγους για περισσότερο από έναν αιώνα.
Η γεύση όμως που περιλαμβάνει και την όσφρηση και την αφή και την όραση, νικάει την αμνησία. Ίσως θυμάστε την ηρωίδα της Ευγενίας Φακίνου στο «Για να δει τη θάλασσα» που δεν θυμάται ποια είναι ούτε πώς τη λένε. Θυμάται όμως να μαγειρεύει. Στον Κολωνό, σε ένα ταβερνείο ανάμεσα ανάμεσα σε συνταγές ξεχασμένων φαγητών και μυρωδιές θα ξαναβρεί τη βιωματική της μνήμη…
Κάπως έτσι και εγώ στις στοίβες των αναμνήσεων, έχω πολλά που ανασύρω που ξαναγεννιούνται μπροστά μου μέσα από τις μνήμες.
Και οι δύο οι γιαγιάδες μου η Άρτεμις και η Ευτυχία έκαναν το ίδιο συγκλονιστικό φαγητό.
Ένα σπουδαίο Μακεδονίτικο φαγητό, φτηνό και γρήγορο, μούρλια, από αυτά που σταματάει η καρδιά από την νοστιμιά και που μετά σαν να παθαίνεις ταχυκαρδία.
Τις πιπεριές τις κοκκινιστές τις κατσορολάτες που έγινε ένα από τα αγαπημένα φαγητά του πατέρα μου και κατόπιν και δικό μου.

Θυμάμαι πως η γιαγιά μου έπαιρνε τις πιπεριές τις μακρόστενες και αφού τις καθάριζε, αφού αφαιρούσε τους σπόρους της πιπεριάς, την ψίχα της με δύναμη, θαρρείς και με μένος, (εγώ τότε ένιωθα σαν να τους βγάζουν την ψυχή, και έλεγα η “πιπεριά η ψυχοβγάλτισα”), τις έκοβε σε ορθογώνια κομμάτια τις έβαζε στο φούρνο να ψηθούν λίγο, έβαζε σε μια κατσαρόλα 4-5 ντομάτες πολύ γινωμένες, τριμμένες στον τρίφτη, λίγο πελτέ, δυόσμο απαραιτήτως και μυρωδικά (που τα έριχνε χωρίς αίσθηση της ποσότητας έτσι με το μάτι, σαν ταχυδακτυλουργός) και μία τζούρα ζάχαρη. Όσο αυτό το ποίημα έβραζε και με το που άρχιζε να κοχλάζει, χαμήλωνε τη φωτιά και έριχνε μετά μέσα στην κατσαρόλα τις πιπεριές στο πιο νόστιμο μίγμα της ζωής μου.
Θυμάμαι να βουτάω το ψωμί ή το αντίδωρο από την Κυριακάτικη Λειτουργία γιατί από αυτό τον άρτο ούτε ψίχα δεν πετιόταν.

Κάθε φορά που μαγειρεύω το φαγητό της συνονόματης γιαγιάς μου και της άλλης της Αρτέμιδος, μία ολόγιομη Ευτυχία με συνεπαίρνει από παντού, τα μάτια μου θολώνουν.
Στην αρχή νομίζω πως φταίνε οι υδρατμοί και αποδίδω το φταίξιμο στον απορροφητήρα που ποτέ δεν ανάβω και μονίμως με εκνευρίζει.
Και μετά ξέρω πως τα μάτια θολώνουν πάντα από μέσα προς τα έξω και όχι απ’ έξω προς τα μέσα.
Και την φέρνω εδώ, στο περίεργο τώρα και στο αλλόκοτο σήμερα. Και την θυμάμαι να μου ψιθυρίζει:
«Ευτυχία όλοι καλοί είναι στην οικογένεια αλλά σαν εσένα και εμένα όμορφος άλλος κανείς.»
Και με θυμάμαι να καμαρώνω σαν γύφτικο σκεπάρνι και να πίνω μια τζούρα ελληνικό που ήταν η μόνη που μου επέτρεπε να πίνω στα κρυφά μαζί με ιπτάμενο Πτι Μπερ..(Τότε τα μπισκότα τα Πτι Μπερ που τα βουτούσαμε σε καφέ, τα λέγαμε «ιπτάμενα απαγορευμένα Πτι Μπερ»…
Αν θέλετε να δείτε τι γεύση έχει η Μακεδονία και η Αμυγδαλή που με ρωτάτε έχει τη γεύση πιπεριάς που βουτάει στην κατσαρόλα όσο η ντομάτα περιμένει βράζοντας στο ζουμί το ταίρι της.
Για αυτό και αυτά τα δύο πάνε πάντα μαζί, πώς να χωρίσεις την ντομάτα από την πιπεριά, πάντα ασορτί, ομοούσια και αδιαίρετα.
Μέσα στα χρόνια μπορώ αναφανδόν να ομολογήσω πως έχω δοκιμάσει άπειρες κουζίνες και λογής λογής πιάτα και συνταγές που έχω συμπαθήσει.
Αλλά αυτό το σκίρτημα της καρδιάς που σίγουρα χάνει ένα χτύπο μέχρι να συναντήσει το επόμενο, δεν μπορεί ούτε το πιο γκουρμέ εστιατόριο, ούτε όλοι οι Σκούφοι και όλα τα Michelin αστέρια του κόσμου να το ενεργοποιήσουν.
Αυτό είμαστε. Αυτές οι μικρές μνήμες, οι γεύσεις, οι μυρωδιές, οι ρίζες, οι ρίζες που μεγαλώνουν και που γίνονται δέντρα και απλώνουν σκιά για να μπούμε από κάτω όταν όλα μαυρίζουν.
Κάτω από αυτή τη σκιά της μνήμης κάθομαι όταν όλα ζορίζουν.
Και ναι είναι η δική μας η κουζίνα της Βόρειας Ελλάδας, της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας από μαγείρισσες σπουδαίες, που γαλουχήθηκαν στη φτώχεια και στην ανέχεια, και που ξέρανε τι να κάνουνε με ότι περίσσευε την προηγούμενη και βρίσκανε τον τρόπο την επομένη να το μεταμορφώσουνε σε κάποιο καινούριο φαγητό ή το έριχναν σαν γέμιση σε φύλλο για να γίνει άλλη μία πίτα.
Είναι μία ολόκληρη κουζίνα που ακολουθούσε τις εποχές, που σεβόταν όσα έδινε η μάνα γη κάθε μήνα και που ζυμώθηκε από όλα όσα είχαμε εύκαιρα και σε αφθονία και που μετά εκτυλίχθηκε και αναδείχθηκε στην δική μου ολόγιομη ευτυχία.
Με αγάπη (να δοκιμάσετε οπωσδήποτε την συνταγή θα με θυμηθείτε),
Ε