Απο την

Καλοκαίρι 2021, με μία κορώνα!

Καλό καλοκαίρι. 

Θα έλεγε κανείς πως είναι το soundtrack του καλοκαιριού.

Καλό καλοκαίρι μου λέει η Ματούλα στη μικρή αγορά της γειτονιάς. 

Καλό καλοκαίρι μου είπε και ο Γιάννης από το αγαπημένο μου καφέ. 

Καλό καλοκαίρι και η Ελευθερία που με κούρεψε. 

Ακούγεται παντού σε λούπα.

Μετά από έναν μακρύ χειμώνα με ράσα. 

Με ασπίδες, περικεφαλαίες και κιγκλιδώματα. 

Μην ακουμπήσουν, μην τους ακουμπήσεις, μην ακουμπήσεις εσύ το πρόσωπο σου. 

Έβγαινες από το ασανσέρ. Έμπαινες στο ασανσέρ. Έπιανες την πόρτα. Μαντήλι, αντισηπτικό. Μην πιάσεις τίποτα ακουγόταν η φωνή μέσα μου σε λούπα. 

Τα χέρια μας σάπισαν από τα αντισηπτικά.

Τα μάτια μας θολώναν από τις μάσκες και τα γυαλιά. 

Τα αυτιά μας πέρασαν σε απόλυτη νάρκη. Κανείς δεν άκουγε κανέναν. 

Λίγη φέτα παρακαλώ, έλεγα εγώ. 

Λίγη κέτσαπ παρακαλώ άκουγε ο άλλος. 

Μάθαμε να πατάμε τα κουμπιά με την άκρη του κλειδιού, να ανοίγουμε πόρτες σαν μάγοι με τον αγκώνα, να σπρώχνουμε εξώθυρες με το πέλμα. 

Τα σώματα μας τα σκεβρωμένα, σε μία ξεκούρδιστη χορογραφημένη κινησιολογία. 

Κοιτιόμασταν, φανταζόμασταν πως να ήμασταν κάτω από τις πανοπλίες, πως να είναι τα δάχτυλα μας κάτω από τα γάντια.

Είδα τόσο κόσμο βουρκωμένο, είδα τόσο κόσμο κλαμένο, είδα τόσα μάτια υγρά. 

Και εγώ έκλαψα με την ησυχία μου. 

Περπατούσα και με έπιαναν ξαφνικά τα ζουμιά. Εκεί χωρίς ερέθισμα κανένα. Χωρίς λόγο κανένα. 

Μα είχα λόγο. 

Τα δάκρυα ακουμπούσαν τη μάσκα που γινόταν το μαντήλι μας. 

Κάναμε να δούμε τους δικούς μας, μήνες πολλούς, μήνες βασανιστικούς. 

Σαν να έλειπε ο κόσμος στο μέτωπο. Σε μία μάχη χωρίς πεδίο μάχης. 

Πέταξα το κινητό. Σιχάθηκα τις κάμερες. 

Έφτασα να χαϊδεύω τα τετραγωνάκια. 

Σιχάθηκα τα τετραγωνάκια με τα πρόσωπα αυτών που αγαπάω

Τους πρώτους που αγκαλιάσαμε μετά από τεστ και εμβόλια, τους αγκαλιάζαμε με τους ώμους χωρίς να ακουμπάει το κάτω μέρος του σώματος. 

Που πήγε η αγκαλιά χαλκομανία; Η δασκάλα μου μας έμαθε το σύνθημα όταν ήμασταν στο δημοτικό. Αγκαλιά χαλκομανία, 1,2,3.. Και πάμε! 

Τα φιλιά στον αέρα. 

Τα χέρια στον αέρα.

Ο ιός στον αέρα. 

Και γνωστοί γείτονες, συγγενείς, στα νοσοκομεία. Όλα ένας αριθμός. 

Έξω από τα νοσοκομεία χαιρετιόμασταν. Οι άνθρωποι στα λευκά, οι γιατροί και οι νοσοκόμοι μας. Οι Θεοί μας. Οι Σωτήρες μας. Ο Σωτήρας μας.

Κάναμε ότι κοιμόμαστε. Δεν κοιμήθηκε κανείς σχεδόν. Κανείς με ύπνο αληθινό. 

Πεταγόμασταν, στριφογυρίζαμε. Λαχανιάζαμε. Ξυπνάγαμε πριν χαράξει. Κοιμόμασταν άλλοτε με τις κότες, άλλοτε χαράματα. 

Κάποιος έβηξε. Είναι τρομερό πως το σώμα αποκωδικοποιεί τον ήχο και τον σωματοποιεί. 

Ο βήχας έμελε να γίνει η σειρήνα πυροσβεστικού μας. Τα σώματα έγιναν ελατήρια. 

Που τινάζονται. Οι λαιμοί μας σαν αιλουροειδή θηλαστικά. Ξετυλίγονται και αποκτούν ελαστικότητα 360 μοιρών. Εντοπίζουν τον ιδιοκτήτη του βήχα. Άλλοι τινάζονται και προσπαθούν να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση και κάνουν πως δεν άκουσαν. Άλλοι κοιτούν επιδοκιμαστικά. Άλλοι απομακρύνονται σαν να έπεσε βόμβα. 

Οι τηλεοράσεις μιλάνε ακατάπαυστα. Χωρίς ανάσα. Λατρεύω να τους κλείνω τον ήχο και να τους παρακολουθώ σαν βουβό κινηματογράφο. 

Την κλείνω.

Και κινηθήκαμε σε ρυθμούς κακοπαιγμένης ιλαροτραγωδίας, χωρίς μέση, αρχή και τέλος. 

Όμως όχι δεν ήταν χρονιά παρένθεση, γιατί παιδιά γεννήθηκαν, βαφτίστηκαν, άνθρωποι ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν, παιδιά κυοφορούνται. Η ζωή θέλει να ζήσει. Η ζωή βρίσκει το οξυγόνο της. Το πράσινο βγαίνει στο καμμένο δάσος. 

Και είχαμε πολλά να μάθουμε. Και μάθαμε. Όσοι ήθελαν. Μαθήματα ζωής. Μόνο ότι αξίζει μετράει. 

Και το καλοκαίρι με ενημέρωσαν πως είναι εδώ. 

Πού είναι; 

Εμένα γιατί μόνο ο καύσωνας με έχει επισκεφτεί; 

Δεν θέλω πολλά. Ούτε πολλά. Ούτε πολλά πολλά. 

Το νερό ακούμπησε το πέλμα μου. Το πονεμένο μου σώμα. Νιώθω όσο βυθίζομαι να με γιατρεύει. Η διαφορά θερμοκρασίας έχει επίδραση σοκ πάνω μου. Τελευταίο βυθίζεται το κεφάλι μου και νομίζω πως κλαίω μέσα στο νερό. Το δάκρυ ανακατεύεται με την αλμύρα της θάλασσας το κάνει ένα και το ξεπλένει. 

Μία σιέστα. Με κατεβασμένες τις γρίλιες, μόνο με το λευκό βρακί και το λευκό φανελάκι Μινέρβα όπως όταν ήμασταν μικροί. 

Ένα άσκοπο μεταμεσονύχτια μάζεμα χωρίς απαγορεύσεις κυκλοφορίας. 

Ένα νευρικό γέλιο με την παρέα να σκίσει τον ουρανό. 

Μία βανίλια υποβρύχιο με παγωμένο νερό. 

Ένα παγωτό καϊμάκι με βύσσινο. 

Ένα θερινό σινεμά με μία ταινία του Μπουνιουέλ. 

Ένα βιβλίο του Μπύκνερ. Ένας καλός γιος. 

Ένα καλό νέο. Όχι πολλά. Ένα ρημάδι καλό νέο. Από κάπου. 

Ένα σφουγγάρι να τα σβήσει όλα. Τις τύψεις, τις ενοχές, τα μικρόβια, τα αντιγόνα, τα αντισώματα, όλα. 

Ένα γλέντι. Ένα πανηγύρι. Ένα χορό. Ένα φιλί. Ένα χάδι.

Το νησί. Το συναίσθημα όταν βλέπεις το λιμάνι του τόπου σου. 

Ένα λόγο καλό. Μία καλή κουβέντα. Μία αισιόδοξη κουβέντα. Μία άξιας λόγου κουβέντα. Μία χαρμόσυνη κουβέντα. 

Εγώ ως κορίτσι του Ιουνίου γεννιέμαι ξανά πάντα το θέρος.

Δεν έχω όμως κάποιο νέο καλό να σας πω. 

Για πρώτη φορά λέω τα πιο ωραία είναι παρακάτω. Και το λέω μηχανικά. Εν είδει τσιτάτου.

Αλλά είμαστε εδώ και είμαστε ζωντανοί. Και είναι καλοκαίρι. Και αυτό ίσως είναι μία κάποια αρχή. 

Με αγάπη

Ε

Related Posts