Και λέω Αύγουστος γιατί ίσως οι περισσότεροι σε αυτό τον μήνα ουσιαστικά δημιουργούμε το χρόνο για να μην μας νοιάζει ο χρόνος.
Είναι τα κοινά γενέθλια μας.
Όλων μας.
Είναι αυτό το: “Να αξιωθούμε και του χρόνου”…
Και αυτά τα γενέθλια είναι σαν να τα γιορτάζεις όχι μόνο για μια μέρα, όχι με τους δικούς σου. Αλλά με όλους αυτούς τους γνωστούς και αγνώστους, με τους οποίους μοιράζεσαι την ανάγκη για μία ακόμα Ανάσταση.
-Το σώμα που για συνεχόμενες μέρες ξεπλένεται με ήλιο, ιώδιο και αλάτι. Αυτή η κάθαρση. Το νερό που επουλώνει εσωτερικές και εξωτερικές πληγές.
-Ο ήλιος που απελευθερώνει. Τα ρούχα που αφαιρούνται, τα κορδόνια που ξελύνονται, τα πέλματα που ξεγυμνώνονται. Το κορμί που σχεδόν εφάπτεται, χωρίς ενδιάμεσους να το σταματάνε, με το νερό, τον αέρα, την άμμο.
-Το σώμα που μπαίνει στο νερό. Αυτό το τελευταίο δευτερόλεπτο που το κεφάλι βυθίζεται στο απέραντο μπλε. Αυτό το μυρμήγκιασμα και αυτό το πάγωμα του χρόνου. Η νίκη της ζωής έναντι στη φθορά.
-Η αίσθηση που κρατάει όσο μια ανάσα. Όσο κρατάει η αναπνοή που την κρατάς μέσα στο νερό. Αυτή η αίσθηση ότι έχεις τα πάντα.
-Όλη η Ελλάδα από τον Έβρο μέχρι την Κρήτη που μπαίνει στα σπίτια μόνο για έναν ύπνο. Όλη η Ελλάδα που ζει έξω, που ζει μαζί, που ζει ελεύθερα, που έχει για σπίτι της τη βεντάλια της ακτογραμμής και των χωριών της.
-Οι πόρτες που δεν κλειδώνουν, τα σπίτια που τα χωρίζουν μόνο οι σίτες, οι άνθρωποι που εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλο ξανά. Η εμπιστοσύνη που διερρήχθη και που ξαναχτίζεται σε ένα βράδυ.
-Ο χειμώνας που φαντάζει μακρινός, εκεί όπου ζούμε με τα λουκέτα, τους συνδυασμούς, τα pin και τους συναγερμούς, για να έρθει ο Αύγουστος με τις διπλανές σκηνές, χωρίς προστατευτικά και εγγυήσεις.
-Οι φίλοι του καλοκαιριού, οι συγχωριανοί, που τους βλέπεις μετά από τόσους μήνες, οι γιαγιάδες, οι παππούδες, οι θείες που θέλεις να πεις χωρίς λόγο “Χρόνια πολλά!”.
-Η οικογένειά που σμίγει ξανά. Οι γονείς, τα αδέλφια, τα ξαδέλφια, τα ανήψια… Και η οικογένεια που διάλεξες. Οι φίλοι σου… Ο δικός σου υπέροχος κόσμος. Το λιμάνι σου.
-Η ζέστη που κάμπτει τις αντιστάσεις. Οι έρωτες που γεννιούνται. Οι καινούριοι φίλοι που προκύπτουν από το πουθενά. Από μία διπλανή ξαπλώστρα, από το διπλανό τραπέζι, από την πλατεία, από το γείτονα στα ενοικιαζόμενα.
-Όλα αυτά τα ωραία που απλά συμβαίνουν, χωρίς να τα έχεις προγραμματίσει. Αυτές οι βραδιές που οι 3 γίνονται 5, οι 5 γίνονται 10 και που όλοι μαζί παρακολουθούμε τον ήλιο να χάνεται, ο ήλιος που τον ρούφηξε η νύχτα.
-Αυτά τα ξαφνικά γλέντια, τα υπέροχα μας πανηγύρια. Τα νευρικά μας γέλια, τα εσωτερικά μας αστεία.
-Οι άνθρωποί σου. Που χωράνε όλοι. Όλοι σε ένα καλοκαιρινό σπίτι που μυρίζει αλμύρα, αντηλιακά και βρεγμένες πετσέτες. Τα κρεβάτια που ανήκουν σε όλους, τα ντιβάνια και οι καναπέδες που ξεκουράζονται τα σώματα. Οι σαγιονάρες που δεν έχουν ιδιοκτήτη ούτε νούμερο.
-Αυτή η αίσθηση της αυτοδιάθεσης. Το σώμα, το μυαλό, η ψυχή. Τα πάντα ταξιδεύουν και πράττουν αυτό που θέλουν, αποποιούμενα την καταπίεση και αυτόν τον καταρραμένο αυτοπεριορισμό.
-Η αυτοκριτική. Η περισυλλογή. Η ανασύνταξη δυνάμεων. Το σώμα που ορθώνει το ανάστημά του (ξανά) και που «ζωγραφίζει» τα καινούρια όνειρα…
-Οι αυλές, τα μπαλκόνια, οι πλατείες που είναι γεμάτες. Αυτές οι αδιευκρίνιστες φωνές που φτάνουν από παντού, τα ακατάσχετα γέλια ανακατεμμένα με μωρουδιακά δάκρυα και τα ματωμένα γόνατα.
-Οι μυρωδιές. Η φύση και οι οσμές της. Η μυρωδιά από “φιδάκι” που θα την αναγνώριζα ακόμα και ανάμεσα σε χιλιάδες άλλες.
-Τα τζιτζίκια που “τρυπάνε” τα τζάμια, που εισβάλλουν το πρωί στον ύπνο σου και ασυναίσθητα χαμογελάς.
-Τα άχρηστα ρολόγια…
-Ο ήχος της καμπάνας. Θεέ μου, αυτός ο ήχος που κουρδίζει την καρδιά και που σηματοδοτεί την έννοια του μαζί. «Η καμπάνα ΜΑΣ» χτύπησε, που θα έλεγε η γιαγιά.
-Η ντουντούκα του πλανόδιου που πουλάει από καρπούζια, σφουγγαρίστρες και δίνει πληροφορίες μέχρι και για την βραδινή παράσταση το βράδυ.
-Ο ύπνος στην παραλία κάτω από τα δέντρα και τις ομπρέλες. Ο ωραιότερος και πιο βαθύς ύπνος. Το σώμα που δεν θα κοιμόταν ποτέ έξω, απροστάτευτο ανάμεσα σε αγνώστους, σε καμία άλλη εποχή. Το καλοκαίρι όμως και θέλει και μπορεί… Αφήνεται.
-Αφήνομαι. Αφήνεσαι. Αφηνόμαστε..
-Οι γεύσεις. Η “καρδιά” από το καρπούζι, που δεν προλαβαίνει να μπει στο πιάτο.
-Τα φρούτα που γαργαλάνε τον ουρανίσκο.
-Το βραδινό καλαμπόκι που κολλάει στα δόντια.
-Τα θερινά μας σινεμά. Με ηλιόσπορο και λεμονάδα ΕΨΑ. Οι καλοκαιρινές συναυλίες. Τα φεστιβάλ και οι παραστάσεις. Τα ανταμώματά μας.
-Τα ταβερνάκια μας. Το σώμα που κολλάει από αλάτι. Τα “αλμυρά” μαλλιά που αφήνονται στα σχήματα του αέρα και τα ακροδάχτυλα των ποδιών που βυθίζονται στην άμμο.
-Το παρεό που το πρωί σε οδηγεί στο φούρνο μετά στην παραλία και το βράδυ στην ταβέρνα. Δεν χρειάζεσαι τίποτα.
Τί άλλο μπορεί να χρειάζεσαι;
-Το τσούγκρισμα από το πίκρισμα της μπύρας.
-Η βανίλια υποβρύχιο με το παγωμένο νερό να σε ξυπνάει από τη μεσημεριανή ραστώνη.
-Τα Μίκυ Μάους που διαβάζεις το μεσημέρι ακόμα και αν δεν είσαι πια παιδί. Τα αλμυρά βιβλία με τις σελίδες που έχουν σκεβρώσει από την υγρασία.
-Τα καλοκαιρινά αθλητικά γεγονότα, με τις τηλεοράσεις να βγαίνουν στα μπαλκόνια με την Εθνική και τους αθλητές μας σε όλα τα αθλήματα που μας συνεπαίρνουν. Η συγκίνηση που διαπερνάει την καρδιά.
-Οι βάρκες, τα καΐκια, τα ιστιοπλοϊκά. Η πλεύση. Το έδαφος που δεν χρειάζεται πια. Το γαλάζιο που σε περικλείει και που σε αγκαλιάζει. Το σώμα που γίνεται μια μάζα υγρή και αέρινη.
–Ο Δεκαπενταύγουστος μας. Το «Πάσχα» του καλοκαιριού. Η Παναγιά μας. Τα ξωκλήσιά μας. Η πίστη σε κάτι ανώτερο. Η γαλανόλευκη που κυματίζει απ’ έξω.
-Αυτή η τίμια ελληνική ομορφιά που λέει και ένας φίλος. Τα ελληνικά καλοκαίρια μας. Το μόνο καλοκαίρι που έχει προσδιορισμό και που το ξεχωρίζει απ΄όλα τα άλλα.
ΥΓ. Απόλαυσέ το. Άσε για λίγο τις συσκευές στην άκρη, άσε τα τηλέφωνα.. Να προσέχεις πως οδηγείς, να προσέχεις στη θάλασσα. Να ακολουθείς πάντα τους κανόνες ασφαλείας. Σεβάσου τη φύση. Μάζεψε τα σκουπίδια. Και αν βρεις και τα σκουπίδια κάποιου άλλου μάζεψέ τα και αυτά. Μην ξεχνάς. Η γειτονιά μας είναι ο πλανήτης, και το σπίτι μας η Ελλάδα. Μαζί.
Μόνο μία ευχή… Να είμαστε όλοι μαζί και το επόμενο καλοκαίρι..
Με αγάπη
Ε