Απο την

Τα όνειρά μας: Ήταν λέει καλοκαίρι….

Παλεύω.

Νικάω και νικιέμαι.

Χθες είδα ένα όνειρο. Αν ζούσε η γιαγιά θα το εξηγούσε. Διάβαζε τα όνειρα όπως τον καφέ.

Ήταν λέει καλοκαίρι.

Από μακριά ακουγόταν η Φρουτοπία… 

 

Και ξύπνησα με μια γλύκα, με κάτι μετέωρο στην καρδιά μου…

Το ρολόι έδειχνε 5.

Το μακό μπλουζάκι κολλούσε πάνω μου.

Γύρισα ξανά στο κρεβάτι. Εις μάτην.

————————————

Να ήταν καλοκαίρι…

Με μισόκλειστες τις γρίλιες.

Με τα φανελάκια να κοιμόμαστε όλοι μαζί. Ο ένας πάνω στον άλλο. Στρωματσάδα.

Μα πόσους μπορεί να χωράει ένα τόσο δα σπίτι;

 

Να ανοίξω διαλόγους ψευτικους. Με τα τζιτζίκια.

Με λίγο καρπούζι και φέτα να δροσίσει την ψυχή μας.

Ξυπόλητοι.

Στο σπίτι που μπάζει από παντού. Με τα παράθυρα πάντα ανοιχτά.

Με την πόρτα ξεκλείδωτη. Με τα κλειδιά χαμένα από χρόνια.

 

Στο ίδιο σημείο.

Με λίγες πέτρες για να παίξουμε εφτάπετρο.

Με μια κιμωλία για την «κουτσή» καρδιά μου.

Κάποιος να με κυνηγήσει και κάποιον να ψάξω.

Χωρίς συσκεύες. Με την «ξεκούρδιστη» τηλεόραση να βγαίνει στη βεράντα μόνο για Ολυμπιάδες, Παγκόσμια και Πανευρωπαϊκά. Και εμείς μεθυσμένοι από χαρά ανείπωτη να πανηγυρίζουμε τις δικές μας στιγμές. Με το Νιόνιο να δίνει το σύνθημα: «… Εθνική Ελλάδος γειά σου!»

Με λίγη βανίλια μέσα σε παγωμένο νερό που κόβει την ανάσα.

Με λίγη ντομάτα που να’χει τη γεύση της την αυθεντική, με λίγο τυρί και ζυμωμένο ψωμί. Να το βουτάω στο λάδι έτσι όπως τσαλαβουτάνε τα ακροδάχτυλα στα νερά από την βρύση…

Ένα μπάνιο με κρύο παγωμένο νερό, με όλα τα παιδιά στη σειρά στη μπανιέρα.

Να πάμε «προς νερού μας» δίπλα στο τρακτέρ.

 

Ένα φιλί ιδρωμένο.

Ένα καλοκαίρι χωρίς ρολόγια.

Με μια λεμονάδα ΕΨΑ.

Με τα καπάκια τους στις τσέπες.

Με τα ματωμένα μας γόνατα. Τα λάφυρά μας.

Με ένα λάστιχο. Με το καλαμπόκι να κολλάει στα δόντια.

 

Και να’ ναι λέει όλοι πίσω στη θέση τους απαρτία.

Να μην είχε φύγει κανείς.

Και να μην λέγαμε τίποτα. Ν’ανταμώναμε πάλι σαν από ταξίδι μακρινό.

Πάνω σε ένα ντιβάνι που τρίζει.

Το μόνο που φοβάμαι είναι μην ξεχάσω τη φωνή σας. Την επαναλαμβάνω από μέσα μου.

Παύω να ανησυχώ. Θέλω τον ήλιο του Νότου. 

«Ο Θεός δεν μας ξέχασε ποτέ». Έτσι θα έλεγες αν ήσουν εδώ.

 

Πάμε να φύγουμε.

Δεν μπορώ να τους ακούω άλλο. Δεν θέλω να ξέρω άλλο. Δεν μπορώ να αποκωδικοποιήσω άλλο. 

Έχω κατεβάσει τα στόρια.

Αλλού η ψυχή, αλλού το σώμα.

Όλα τα υπάρχοντα σε λίγες αποσκευές.. Η περιουσία είναι μέσα. 

——————————————————–

Έχω πλάνο Β’ σου είπα. Αν όλα στραβώσουν. Θα διαλέξω λίγα μέτρα δίπλα στα 15.000 ακτογραμμής μας και θα χτίσω μια ζωή στην άμμο. 

«Καθόλου κακό για πλάνο Β», χαμογέλασες. 

«Εμείς τα προβλήματα τα κολυμπάμε στην αλμύρα και τα λύνουμε», σου έγνεψα.

——————————————————–

Οι άνθρωποι μας είμαστε.

Για πότε είναι το ραντεβού;

Related Posts