Απο την

Τα δικά μας Χριστούγεννα. Οι δικές μας γιορτές

Σημ. Το κείμενο αυτό γράφτηκε κατά τη διάρκεια μιας πτήσης προς Αθήνα ανήμερα των Χριστουγέννων.

christmas6

Να ταξιδεύεις, να γνωρίζεις το καινούριο, να γεύεσαι το διαφορετικό, να παρατηρείς τον κόσμο, να υιοθετείς ότι σου ταιριάζει, να ανοίγεις και να ανοίγεσαι.

Αυτό πάντα ήθελα να κάνω. Να ταξιδεύω.

Το παιδί και το σκυλί σου όπως το μάθεις: Ταξίδευα αγόγγυστα από 20 ημερών. Όπου γης και πατρίς…

Και από τότε πάντα παρατηρώ τους ανθρώπους που ταξιδεύουν. Σε αεροδρόμια, σε λιμάνια, σε σταθμούς λεωφορείων και τρένων, στις εθνικές οδούς, όλοι θέλουν να φτάσουν κάπου. Σε αυτό το “κάπου”που κρύβονται οι άνθρωποι της ζωής τους.

Γιατί υπάρχουν ταξίδια που κάνεις για να βουτηχτείς στο άγνωστο και να μαγευτείς και αυτά τα άλλα, που πηγαίνεις στο γνώριμο, που πηγαίνεις σπίτι…

Η κινητήριος δύναμη είναι η αγάπη. Γιατί κάποιον αγαπούν. Γιατί κάποιος τους λείπει.

Για να κάνουν το μακριά κοντά.

Για να εκμηδενίσουν την απόσταση.

Γιατί τελικά το μακριά και το κοντά είναι έννοιες πολύ σχετικές…

Και επαναλαμβάνω και εγώ πιστά, αλάνθαστα, αυτό το ίδιο μοτίβο…

christmas13

……………………………………………………………………….

Τα δικά μας Χριστούγεννα ήταν μάλλον διαφορετικά. Δεν υπήρχαν εξωτικοί προορισμοί, ούτε τους θέλαμε. Ούτε χιονοδρομικά θέρετρα, ούτε ρεβεγιόν σε νυχτερινά κέντρα. Τα δικά μας Χριστούγεννα ήταν φτιαγμένα από «σπίτι», από ζεστά, φρεσκοφουρνισμένα σπιτίσια υλικά.

Του Αγίου Νικολάου στολίζαμε το δέντρο με τις ίδιες μπάλες που είχαμε και από τις προηγούμενες χρονιές.

Συνήθως Χριστούγεννα κάναμε στο Χωριό και Πρωτοχρονιά στη γιαγιά και στον παππού στη Θεσσαλονίκη.

Φτάναμε στην Αμυγδαλή πάντα βράδυ. Πολύ αργά. Η γιαγιά έκανε το σταυρό της και έκλαιγε. «Καλωσήρθατε αγάπη μου»…

Έκλαιγε όταν φτάναμε. Έκλαιγε όταν φεύγαμε.

Γιατί κλαίς γιαγιά; Κλαίω αγάπη μου από χαρά.

Με τα χρόνια κατάλαβα ότι οι άνθρωποι δεν κλαίνε μόνο από στεναχώρια κλαίνε και από χαρά, από ανείπωτη χαρά. Και πως τα ωραιότερα δάκρυα στη ζωή μου ήταν από χαρά τεραστίων διαστάσεων…

Ότι ώρα και να ήταν έπρεπε να ξυπνήσει όλο το σπίτι. Όλοι μπαμπάλιζαν (φλυαρούσαν) ακατάπαυστα…

Ότι ώρα και να ήταν έπρεπε να βάλουμε κάτι στο στόμα μας. Εγώ κοιμόμουνα μαζί με τη γιαγιά στο κρεβάτι και χωνόμουνα κάτω από την ασήκωτη και βαριά βελέντζα που μ’ έτρωγε και μ’ έγδερνε ενώ άνοιγα την πόρτα από το δωμάτιο των μωρών για να δω τα μικρά ξαδέρφια μου ακόμα και μέσα στο σκοτάδι.

Το σπίτι ήταν σε ετοιμασίες. Αν είχε φωνή θα φώναζε: Δεν προλαβαίνω.

Όλοι ήταν σε μια δαρκή κίνηση και οι γυναίκες του σπιτιού ήταν σε πανικό ενώ έλεγαν πως  «το φαγητό δε θα βγει σήμερα» και πως «πάλι αργήσαμε»…

Γενική καθαριότητα, χλωρίνη παντού, οι κουρτίνες είχαν κατέβει, οι φρεσκοπλυμμένες φλοκάτες ανεμίζαν στο σύρμα, οι καρέκλες είχαν αναποδογυριστεί για να σκουπιστεί και να σφουγγαριστεί όλο το σπίτι.

Στο πλυσταριό (δεύτερη κουζίνα που γίνεται όλη η λάντζα και το μαγείρεμα, που το έχουν τα περισσότερα σπίτια σε χωριά) ήταν τοποθετημένα όλα τα λαχανικά και τα φρούτα αλλά και όλα τα υλικά. Η γιαγιά ζύμωνε σκυμμένη ψωμί και πίτες οι οποίες έμπαιναν στο χτιστό εξωτερικό φούρνο η μία μετά την άλλη. Σπανακοτυρόπιτα, γαλατόπιτα, ρυζόπιτα, κολοκυθόπιτα και κρεατόπιτα (αυτή ήταν η δική μας βασιλόπιτα στη Θεσσαλία).

Το σπίτι μύριζε βούτυρο, μέλι, κανέλα, πίτες κρέας, πατάτες λεμονάτες μαζί με καθαριότητα, μυρωδιά klinex, rol και θαλπωρή. Όσα χρόνια και αν περάσουν θα θυμάμαι πάντα αυτή τη σπάνια μυρωδιά….

Αυτή η μυρωδιά είναι ακόμα ανακατεμμένη στη μνήμη μου με αυτή της σόμπας. Και αν δεν έχεις ζεσταθεί με σόμπα, η σόμπα δεν είναι παίξε-γέλασε, αποτελεί ολόκληρη επιστήμη. Αν πήγαινες πολύ κοντά καιγόσουν, αν καθόσουν μακριά πούντιαζες (κρύωνες). Υπήρχε μια συγκεκριμένη απόσταση που έπρεπε να κάθεσαι για να αντέχεις..

Να’ ναι τα σώματα κοντά, τόσο-όσο, και οι ψυχές να γίνονται ένα…

Τα παιδιά είχαμε άλλες προτεραιότητες. Ετοιμαζόμασταν για τα κάλαντα… Και ναι! Τα κάλαντα δεν ήταν απλή υπόθεση, ήταν ολόκληρη ιεροτελεστία. Κάναμε πρόβα ώστε να είμαστε συγχρονισμένοι, φοράγαμε τα καλά μας, και τα κορίτσια κάναμε πλεξούδες τα μαλλιά μας. Από βραδύς, καταστρώναμε πλάνο, από ποια σπίτια θα αρχίσουμε, ξέραμε ποιοι είναι οι κουβαρντάδες του χωριού και ξεκινούσαμε από πολύ νωρίς για να μην μας προλάβουν οι άλλοι.

Και ξεκινούσαμε. Πηγαίναμε από σπίτι σε σπίτι με τα τριγωνάκια μας… Μας άνοιγαν όλοι την πόρτα και αρχίζαμε το «Καλην εσπέραν άρχοντες»…

Αφού είχαμε γυρίσει όλο το χωριό, τρέχαμε βολίδα στο σπίτι για να μετρήσουμε τα γλυκά, τα μελομακάρονα, τα 10ρικα που μας είχαν δώσει και τα μοιράζαμε όλα με απόλυτη δικαιοσύνη. Στο τέλος λέγαμε τα κάλαντα στον παππού το Μήτσο, ο οποίος ήθελε να το ακούσει ολόκληρα και συγκινημένος μας έδινε φιλί και χαρτζιλίκι για το «καλό» ενώ μας έλεγε: «Μακάρι να σας καμαρώσω και του χρόνου… «

Και οι αναμνήσεις της εκκλησίας και της θείας κοινωνίας ανακατεύονται στο μυαλό μου μαζί με τα μελομακάρονα που κλέβαμε από το σαλόνι το «καλό». Και δεν θα ξεχάσω ποτέ, το πώς απλώναμε πιο αραιά τα γλυκά στις πιατέλες, για να μην φαίνονται κουτσουρεμένα, φαγωμένα και λιγότερα…

christmas11

………………………………………………………..

Πάντα θα ξέρω απ’ έξω και ανακατωτά τη διαδρομή Αμυγδαλή- Θεσσαλονίκη. Τον Όλυμπο, τον Κίσσαβο, τα Τέμπη, τον Πλαταμώνα, το Λιτόχωρο… Μέχρι να φτάσουμε στην Παπαρηγοπούλου, στο Βαρδάρη δίπλα στην εκκλησία των 12 Αποστόλων.

Η γιαγιά με τον παππού μένανε στον 5ο όροφο. Εγώ έτρεχα να χτυπήσω το κουδούνι και να πατήσω το κουμπί του ασανσέρ.  Χωνόμουνα στην αγκαλιά τους και βιαζόμουνα να δω το δέντρο…

Η γιαγιά είχε πάντα 2 γυάλες. Μία με τα σοκολατάκια ΙΟΝ noisette με το ΟΛΟΚΛΗΡΟ φουντούκι και άλλη μία με καραμέλες o-mamy ΙΟΝ. Άνοιγα τη γυάλα, όσο οι μεγάλοι ήταν απασχολημένοι με τα δικά τους και έπαιρνα 2-3 σοκολατάκια βάζοντάς τα λαίμαργα στην τσέπη μου. 

Με τον παππού πηγαίναμε κατευθείαν στο Βαρδάρη και ψωνίζαμε. Ήξερε όλους τους μανάβηδες, όλες τις τιμές και καταλήγαμε στον «Καταναλωτή» (μάρκετ της Θεσσαλονίκης) για να προμηθευτούμε τα υπόλοιπα. Εγώ κρατιόμουνα από το χέρι του και καμάρωνα σα γύφτικο σκεπάρνι που με σύστηνε παντού… Ήμουν η εγγονή του… Το χέρι του ήταν η ασφάλεια, το διαβατήριο, η σκάλα που ανέβαινα που με έκανε να νιώθω έτοιμη να κατακτήσω τον κόσμο…

christmas-10

Το απόγευμα, λίγο πριν την αλλαγή του χρόνου,  η μαμά μου με έλουζε ενώ μου φορούσε το αγαπημένο μου φόρεμα, κόκκινο βελούδινο με λευκό γιακά και τα μαύρα λουστρινένια παπούτσια της Μούγερ… Φτιάχναμε τα μαλλιά μου σε γαλλική πλεξούδα και μου έλεγε στο αυτί:

«Θα είσαι τύπος και υπογραμμός.»

Δεν ήξερα τι ήταν ο «τύπος» ούτε ο «υπογραμμός» αλλά η φωνή της είχε μια σταθερότητα που καταλάβαινες ότι δεν αστειεύεται. Και συνέχιζε:

«Πρώτα θα φάνε οι φιλοξενούμενοι. Αν κάτι έχει τελειώσει, δεν ζητάμε από αυτό. Μην ξεχνάς. Λέμε πάντα «ευχαριστώ πολύ», «παρακαλώ» και δίνουμε ένα φιλί σε όλους. Έχεις καμιά απορία;» 

Μου έδινε ένα φιλί, μου έκανε μια αγκαλιά και τη θυμάμαι να μου ψιθυρίζει «χρόνια πολλά μωρό μου».

Αλλά η Πρωτοχρονιά ήταν παιχνίδι της γιαγιάς Ευτυχίας. Πάντα καλοντυμένη, με κολόνια ΛΗΤΩ, με τα τακούνια της ακόμα και μέσα στο σπίτι, με βαμμένα τα νύχια της (ακόμα και εκείνα τα χρόνια) που εγώ τα παρατηρούσα θαμπωμένη… Δεν θα γνωρίσω ποτέ μεγαλύτερη femme fatale από εκείνη… 

Η γιαγιά στη Θεσσαλονίκη είχε ένα ασημένιο δέντρο (εκκεντρική και πρωτοποριακή από τότε) το οποίο το τοποθετούσε πάνω στο πορτ μαντώ (άκουσον άκουσον, και από πίσω ήταν ο καθρέφτης γιατί ήθελε λέει να αντανκλάται η εικόνα του δέντρου) και ο παππούς είχε ένα εκατομμύριο λαμπάκια σε όλο το σπίτι που αναβόσβηναν και τρεμόπαιζαν.

Ήταν και εκείνος μαγεμένος από την κυριαρχία της.  Γιατί η γιαγιά ήξερε να δίνει μεγαλοπρέπεια στο καθετί. Όλο το χρόνο σε έναν κουμπαρά μάζευε κέρματα και τα μύριζε ισόποσα στα εγγόνια που θα κερδίζαν το φλουρί της βασιλόπιτας.

Η δικια μας βασιλόπιτα έκρυβε μια ολόκληρη σκευωρία από πίσω. Είχε 6 φλουριά. Όσα και τα εγγόνια.

Μη ρωτήσεις το γιατί. Ούτε το πως.

Κανείς δεν ξέρει ούτε πως σημάδευε την πίτα.

Και πάντα έλεγε το ίδιο. «Πάλι κάποιο λάθος έγινε. Πάλι παραπάνω φλουριά. Και εμείς ανοίγαμε τον κουμπαρά και με τα λίγα μαθηματικά μας μετράγαμε τα 5δραχμα, τα 10αρικα, τα 20αρικα και ναι μία στο τόσο πέφταμε πάνω σε 100άρικα και τα μοιράζαμε ισόποσα στους νικητές!».

Παίζαμε μετά 21 και τη δύαρα την καλή. Με μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όποιο και αν έχω ρωτήσει δεν το ξέρει αυτό το παιχνίδι της δυάρας. Έχω καταλήξει ότι ήταν και αυτό τέχνασμα της γιαγιάς. Η μάνα μοιράζει ένα φύλλο στον καθένα και όποιος πετύχει το 2 το μπαστούνι είναι ο τυχερός της χρονιάς και κερδίζει…

Ουσιαστικά κανένα ενδιαφέρον σαν παιχνίδι αλλά η γιαγιά… Η υπέροχη femme fatale γιαγιά Ευτυχία δημιουργούσε ένα σασπενς, διαπερνούσε το γάργαρο γέλιο της τους τοίχους. Ζουσε την αγωνία του κάθε παίχτη και τους γκρέμιζε πάντα όλους  με τη γοητεία τους. Τα κάλαντα έπρεπε να τα πούμε μικροί και μεγάλοι για να δώσει ο παππούς στον καθένα το δώρο του…

———————————————————————–

Δεν ξεχνούσαμε ποτέ να βάλουμε ένα ποτήρι γάλα και λίγα μπισκότα και μελοκαμάρονα κάτω από το δέντρο για τον Άγιο Βασίλη.

Και τον φανταζόμουνα στο έλκυθρο να πηγαίνει από σπίτι σε σπίτι.

«Παππού πού λες να είναι τώρα ο Άγιος Βασίλης; Λες να κρυώνει;»

«Όχι Ευτυχάκι, φοράει γούνα… Τώρα πρέπει να είναι στην Καλαμαριά. Μπορεί να είναι κιόλας στην Τούμπα και να κατευθύνεται προς την Άνω Πόλη»….

«Παππού λες να χαθεί;»

«Υπάρχει άνθρωπος αγάπη μου που να μην ξέρει το Βαρδάρη;»


Όχι παππού δεν υπάρχει κανείς. Όλοι τον ξέρουν το Βαρδάρη.

Όταν θα ξυπνήσω το πρωί. Ας μην έχει δώρα. Ας έχει εσάς.

Μάλλον πιο σωστά. Θα έχει μόνο εσάς…

christmas-2

Καλές γιορτές σε όλους…

Χρόνια πολλά Ελλάδα. Χρόνια πολλά στον κόσμο όλο…

Ε

Related Posts